ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ.

Βίος του Αγίου Νεομάρτυρα Ζαχαρία

Ο Αγιος Ζαχαρίας αυτός ο νέος αθλητής του Χριστού καταγόταν από την επαρχία του Αγίου Αρτης και εξαιτίας κάποιου συμβάντος, αρνήθηκε το Χριστό και έγινε Τούρκος. Εν συνεχεία πήγε στην παλαιά Πάτρα και εκεί ασκούσε τη τέχνη του ράπτη γουναρικών. Είχε όμως κρατήσει κρυφά το βιβλίο που ονομάζεται «Αμαρτωλών Σωτηρία». Διαβάζοντάς το συχνά ήλθε σε μεγάλη μετάνοια και ρωτώντας ένα χριστιανό φίλο του πήγε μια νύχτα σε έναν έμπειρο πνευματικό και εξομολογήθηκε την αμαρτία του, όπως επίσης και το σκοπό που είχε να σταθεί με θάρρος και να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό, που αρνήθηκε.
Ο πνευματικός του όμως ανησυχούσε αν ο Ζαχαρίας θα μπορούσε να αντεπεξέλθει αυτή τη δοκιμασία και για να δει αν ο λογισμός του προέρχεται από το Θεό, του δίνει εντολή να κλειστεί στο εργαστήριο του για σαράντα μέρες, κάνοντας προσευχή και νηστεία, διαβάζοντας το βιβλίο που έχει και ύστερα να ανταμώσουν πάλι. Ο Ζαχαρίας όμως δεν μπόρεσε να υποφέρει το κανόνα αυτό παραπάνω από είκοσι μέρες γιατί άναψε μια φλόγα στη καρδιά του, που του προξενούσε απέραντη αγάπη στο Χριστό. Πηγαίνει στο πνευματικό του και εκεί του ζητάει την άδεια να μαρτυρήσει για το Χριστό. Ο πνευματικός του εξηγεί ότι θα αντιμετωπίσει πολλά βασανιστήρια, όμως ο Ζαχαρίας είναι πεπεισμένος ότι θα τα καταφέρει. Έτσι ο πνευματικός, του ζητάει να εξομολογηθεί όλες τις αμαρτίες του και τον κοινωνεί με τα Αχραντα Μυστήρια. Ύστερα του δίνει την ευχή του. Ο Ζαχαρίας πήγε στο εργαστήριο του, πούλησε όλα τα υπάρχοντα του και τα λεφτά τα μοίρασε στους φτωχούς. Στο δρόμο συνάντησε ένα φτωχό παιδί που δεν είχε ζωνάρι και αμέσως ο Μακάριος Ζαχαρίας βγάζει το μεταξωτό ζωνάρι που ήταν ζωσμένος και του το δίνει, ενώ αυτός αγοράζει λίγο σχοινί και ζώνεται.
Μετά από αυτά ανεβαίνει στον κριτή, μπαίνει στον οντά του και του λέει: «πολλά τα έτη σου αφέντη μου». Ο κριτής μια και του ήταν γνωστός ο Ζαχαρίας, εφόσον του έραβε τις γούνες του, του λέει: «Που είναι το ζωνάρι σου δύστυχε Μεεμέτη (γιατί έτσι τον ονόμαζαν), έλα επάνω, κάθισε και πες μου τι έπαθες». Ο Ζαχαρίας απαντά ότι δεν είναι πια ο Μεεμέτης αλλά ο Ζαχαρίας και πως τότε είχε γελαστεί και είχε αρνηθεί την πίστη του, ενώ τώρα ενδύθηκε το Χριστό. Έπειτα του δίνει μερικά νομίσματα και λέει του κριτή να τα δώσει στον υπηρέτη του για να του πάρει ένα χαρτί που να δείχνει ότι είναι ξανά ραγιάς φορολογούμενος, όπως και οι υπόλοιποι χριστιανοί. Ο κριτής του απαντά πως μάλλον είναι μεθυσμένος και γι αυτό λέει τέτοια πράγματα. Ο Ζαχαρίας αποκρίνεται πως δεν έχει βάλει τίποτα στο στόμα του και μόνη επιθυμία του είναι να πάρει πίσω το χαρατσοχάρτι του. Τότε ο κριτής βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του, τον έστειλε με έναν Τούρκο αξιωματούχο του, στον εξουσιαστή της πολιτείας, αφού έγραψε σε αυτόν όλη την υπόθεση. Και εκεί όμως ο Μάρτυρας είπε ακριβώς τα ίδια που είπε και στο κριτή.
Τότε ο εξουσιαστής σύναξε τους αγάδες και τους είπε την υπόθεση και έτσι αποφάσισαν να τον βάλουν στη φυλακή και τρεις φορές την ημέρα να τον βγάζουν στην αυλή και να τον ραβδίζουν δυνατά, έως ότου ή ασπαστεί την πίστη τους ή ξεψυχήσει από τα βασανιστήρια. Ο δε Μάρτυρας του Χριστού Ζαχαρίας, παρά το ότι τον κτυπούσαν με ράβδους και πάρα πολύ βαριές πέτρες στην κοιλιά του και στο στήθος, στεκόταν σταθερός και ασάλευτος στην πίστη του Χριστού λέγοντας ακατάπαυστα το: «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με τον αρνητή σου και βοήθησέ με».
Τότε ο λεγόμενος μπουλούμπασης, δηλαδή ο πρώτος από τους στρατιώτες του εξουσιαστή, πρόσταξε το δεσμοφύλακα να βασανίσει τη νύχτα το Μάρτυρα, έως ότου πεθάνει, για να μην παιδεύονται και αυτοί, βασανίζοντάς τον τόσες ημέρες. Ο δεσμοφύλακας αφού παρέλαβε τον Αγιο και τεντώνοντας πολύ τα πόδια του σε ξύλο πήγε σε άλλο δωμάτιο να δειπνήσει.
Ο Μάρτυρας πόνεσε τότε και φώναξε δυνατά. Ο δεσμοφύλακας τον απείλησε πως θα έλθει να τον κάνει κομμάτια. Ο τρισμακάριστος Ζαχαρίας του απαντά: «έλα αμέσως και κάνε πράξη τα λόγια που είπες και θα στο χρωστώ σαν χάρη». Εκείνος θύμωσε και τέντωσε υπερβολικά τα πόδια του Αγίου στο ξύλο και καθώς ο Μάρτυρας έκανε να σαλεύσει λίγο σχίσθηκαν ευθύς τα σκέλη του και ξεψύχησε.
Τότε ο εξουσιαστής διέταξε να τον σύρουν στους δρόμους της Πάτρας και να τον ρίξουν σε ένα ξεροπήγαδο, στην ενορία της Αγίας Τριάδος, της παλαιάς Πάτρας. Την νύχτα οι χριστιανοί είδαν φως πάνω από το πηγάδι και έτρεχαν να δουν τον Aγιο και να τον προσκυνούν. Όταν έμαθαν αυτά οι Αγαρηνοί, γέμισαν με χώματα το πηγάδι και έτσι έμεινε εκεί καλά κλεισμένος ο Αγιος, με του οποίου τις ικεσίες Κύριε, ελέησέ μας και Σώσε μας. Αμήν.
Η μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρα Ζαχαρία εξ Αρτης που μαρτύρησε στη πόλη των Πατρών το 1782 τιμάται την 20 Ιανουαρίου κάθε έτους.


Όσιος Μάρκος ο σπηλαιώτης ο Ρώσσος.
Ο Μακάριος Μάρκος ασκήτεψε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια του ηγουμένου Ιωάννου, τότε που έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του οσίου Θεοδοσίου από το σπήλαιο στη μεγάλη εκκλησία.
Από τότε που έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα, δεν έδωσε «ύπνον τοις οφθαλμοίς και τοις βλεφάροις νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» του, αλλά τις περισσότερες ώρες της νύχτας αγρυπνούσε προσευχόμενος. Ελάχιστο χρόνο διέθετε για σωματική ανάπαυση. Την ημέρα, όταν δεν συνέχιζε την προσευχή χωμένος βαθιά στο σκοτεινό του σπήλαιο, έσκαβε λάκκους για την ταφή των κεκοιμημένων αδελφών.
Ο όσιος Μάρκος ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του φρόντιζε να το δώσει αμέσως σε κάποιο φτωχό. 'Όχι μόνο τροφή, αλλά και νερό γευόταν με μεγάλη εγκράτεια, πίνοντας πάντοτε λιγότερο απ' όσο χρειαζόταν για να ξεδιψάσει. Και για μεγαλύτερη ακόμη άσκηση, τύλιξε το σώμα του, μέσα από το τριμμένο μοναχικό ένδυμα, με βαριά και βασανιστικά σίδερα. Αυτά τα σίδερα του πίεζαν το σώμα, τον βάραιναν, τον πλήγωναν, τον εμπόδιζαν στην εργασία και στη νυχτερινή ανάπαυση. Όμως ποτέ όσο ζούσε δεν τα έβγαλε από πάνω του.
Μ' αυτή τη σκληρή ασκητική ζωή, με τις νυχθήμερες προσευχές, με τις παθοκτόνες νηστείες, με τους σωματικούς κόπους, με την άσκηση της σιωπής, ο γενναίος Μάρκος νέκρωσε τη σάρκα και το σαρκικό φρόνημα. Κι άλλο πόθο δεν είχε, παρά να φύγει το συντομότερο για τον άλλο, τον ουράνιο κόσμο, και να συναντήσει τον Κύριο και Νυμφίο του.
O θάνατος όχι μόνο δεν τον τρόμαζε, αλλά τον γέμιζε χαρά και θεία προσδοκία. Γι' αυτό κι' έλαβε από το Θεό το υπερφυσικό χάρισμα να συνομιλεί με τους νεκρούς! Με φυσικότητα και απλότητα, όπως βίωνε ο ίδιος την πραγματικότητα του θανάτου και της άλλης ζωής, επικοινωνούσε με τους κεκοιμημένους σαν να ήταν Ζωντανοί. Τους μιλούσε, τους έδινε εντολές, τους έστελνε μηνύματα και παραγγελίες. Κι εκείνοι, με παραχώρηση του Θεού, εκτελούσαν όλες τις εντολές του. Η απλότητα και η αγιότητα του μακαρίου συνέτριβε κι αυτά τα άλυτα δεσμά του θανάτου!
Κάποτε ο όσιος έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από τη νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο. Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα. ’ρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονιούνται και να βαρυγκωμούν κατά του οσίου Μάρκου.
- Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είναι αυτό που έσκαψες; Ούτε το νεκρό μπορούμε να θάψουμε καλά ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται. Γιατί το ’κανες τόσο στενό;
Ο όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
- Συγχωρήστε με, πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες. Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
-Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου, αδελφέ, του είπε με απλότητα, βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε στο σώμα σου όσο πρέπει.
Χωρίς δεύτερη προτροπή ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του μέσα στο λάκκο. Έπειτα άπλωσε το χέρι, πήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο και στο στήθος του σταυροειδώς. Έβαλε, τέλος, πάλι το δοχείο στα χέρια του οσίου, ξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.
Φόβος και τρόμος κυρίεψε όλους τους αδελφούς μ’ αυτό το εξαίσιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως να δουν και άλλο παρόμοιο.  Συνέβη, δηλαδή, να πεθάνει κάποιος άλλος αδελφός μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Ο ηγούμενος ανέθεσε σ’ ένα μοναχό να ετοιμάσει το νεκρό για την ταφή. Πράγματι, αφού εκείνος σκούπισε το λείψανο με το σφουγγάρι, πήγε στο σπήλαιο να δη τον τόπο της ταφής. Βρήκε τον όσιο Μάρκο και τον ρώτησε:
- Πού θα βάλουμε, πάτερ Μάρκε, τον αδελφό μας που αναπαύτηκε; Δεν βλέπω να ’χεις τόπο ετοιμασμένο.
- Πήγαινε και πες στον αδελφό να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί, γιατί δεν έχω σκαμμένο τάφο. Ας μ’ αφήσει τη νύχτα να του ετοιμάσω το μνήμα, κι έπειτα αναχωρεί για τον ουρανό!
- Μα…, πάτερ Μάρκε, αποκρίθηκε σαστισμένος ο άλλος μοναχός, εγώ ο ίδιος σκούπισα κιόλας με τα χέρια μου το σώμα του νεκρού. Σε ποιόν μου λες να μεταφέρω την παραγγελία σου;
- Καλά, δεν βλέπεις, αδελφέ μου; ξαναείπε ο απλούστατος Μάρκος. Δεν ειν’ ακόμα έτοιμος ο τόπος για την ταφή. Πήγαινε, σου λέω, και πες στο νεκρό: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σε παρακαλεί να παραμείνεις σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη μια μέρα. Ας είναι μέχρι αύριο το πρωί. Και τότε φεύγεις και πας στον αγαπημένο σου Χριστό. Στο μεταξύ αυτός θα ετοιμάσει τον τάφο σου και θα σε ειδοποιήσει».
Ο μοναχός γέμισε λογισμούς με την παράδοξη προσταγή του οσίου. Έκανε όμως υπακοή. Γύρισε στο μοναστήρι την ώρα που οι πατέρες έψελναν κιόλας την εξόδιο ακολουθία. Πλησίασε στο νεκροκρέβατο, έσκυψε στ’ αυτί του νεκρού και του ψιθύρισε:
- Αδελφέ, ο πατήρ Μάρκος με στέλνει να σου πω ότι ο τάφος σου δεν είναι έτοιμος. Γι’ αυτό σε παρακαλεί να περιμένεις τουλάχιστον μέχρι το πρωί, οπότε θα σε ειδοποιήσει.
Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια! Με κατάπληξη οι πατέρες είδαν να επιστρέφει η ψυχή στο  νεκρό σώμα, που άρχισε ν' αναπνέει και να ζει κανονικά! Δεν κινήθηκε όμως καθόλου από τη νεκρική στάση, ούτε είπε σε κανένα τίποτε. Έμεινε εκεί, ακίνητος και αμίλητος, αλλά ζωντανός μέχρι το πρωί. Τότε πήγε πάλι στο σπήλαιο ο ίδιος αδελφός.
- Είν’ έτοιμο το μνήμα; ρώτησε το μακάριο Μάρκο.
- Έτοιμο είναι. Πήγαινε τώρα και πες σ' εκείνον που με περιμένει:
«Ο αμαρτωλός Μάρκος σου παραγγέλλει ν’ αφήσεις πια το μάταιο κόσμο και να φύγεις για την αιωνιότητα. Παράδωσε το πνεύμα σου στα χέρια του Θεού και άφησε το σώμα σου να τοποθετηθεί στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου μαζί με τους άλλους αγίους πατέρες. Ο τόπος σου είναι έτοιμος δίπλα σ’ αυτούς».
Η παραγγελία του θεσπέσιου Μάρκου μεταφέρθηκε αμέσως στον αδελφό που καθυστερούσε την αναχώρηση του. Κι εκείνος, μόλις την άκουσε, έκλεισε τα μάτια και ξεψύχησε οριστικά. Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα γέμισε δέος τους πατέρες της Λαύρας και όλους τους κατοίκους της χώρας του Κιέβου, που δεν άργησαν να το πληροφορηθούν. Όλοι δόξασαν το Θεό για τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η πίστη και η αγιότητα των αγαθών δούλων Του.


Άγιος Πανάρετος, Μητροπολίτης Πάφου.

(1 Μαΐου)
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα




Ο άγιος Πανάρετος γεννήθηκε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Περιστερωνοπηγή Αμμοχώστου, γύρω στα 1710. «Η εποχή εκείνη ήταν δύσκολη. Τό πολύσκλαβο μαρτυρικό Νησί σφάδαζε κυριολεκτικά κάτω από το βαρύ πέλμα της σκλαβιάς των Τούρκων». Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι ευλαβείς, αλλά και ευκατάστατοι για την εποχή εκείνη. Έμαθε τα πρώτα γράμματα από τούς γονείς του και μετά συνέχισε τις σπουδές του στο ελληνικό Σχολείο στην Λευκωσία. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε και εγκαταβίωσε στο μισορημαγμένο Μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου, που βρισκόταν στο χωριό του.

Αργότερα, χειροτονήθηκε Κληρικός και χρημάτισε Ηγούμενος για πολλά χρόνια στο Μοναστήρι της Θεοτόκου στην Παλλουριώτισσα Λευκωσίας. «Η περίοδος της ηγουμενίας του στο Μοναστήρι αυτό υπήρξε μιά περίοδος εθνικών δοκιμασιών, εξευτελισμών και διωγμών του Ελληνικού στοιχείου. Ένας Τούρκος επαναστάτης, ονόματι Χαλήλης, με δύο χιλιάδες περίπου ομοεθνείς του θέλησε να καταλάβη την Λευκωσία. Γιά να εξαναγκάση τούς Τούρκους της πόλης να παραδοθούν κατέλαβε τα γύρω χωριά ... Στήν Κυθρέα έσπασαν τις πόρτες των Εκκλησιών, έριξαν κάτω τον άγιον Αμνόν από τα Αρτοφόρια και τον ετσαλαπάτησαν. Η κατάσταση ήταν μαρτυρική ... Μέ κίνδυνο της ίδιας της ζωής του ο άγιος Πανάρετος στις δύσκολες εκείνες στιγμές έγινε ο παρήγορος άγγελος των πονεμένων κι’ ο υπερασπιστής και προστάτης των καταδιωγμένων. Η ζωντανή και ουσιαστική συμπαράστασή του στον πόνο του λαού εκτιμήθηκε τόσο, ώστε κλήρος και λαός συνήλθε και τον εξέλεξε Μητροπολίτην Πάφου, το 1767» (Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, μορφές που άγιασαν την Κύπρο, σελ. 194).

Από την θέση αυτή του δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξη όλα τα κεκρυμμένα χαρίσματά του και έγινε τα σκοτεινά εκείνα χρόνια για τούς σκλάβους βακτηρία και στήριγμα και φάρος φωτεινός Ποίμαινε το ποίμνιό του θυσιαστικά με το Ορθόδοξο σταυροαναστάσιμο ήθος που τον διέκρινε. εκείνους, οι οποίοι παραδέχονταν με ειλικρίνεια τα λάθη τους και αγωνίζονταν να διορθωθούν ήταν επιεικής. Τούς πονηρούς και αδιόρθωτους τούς αντιμετώπιζε με την αρμόζουσα σε κάθε περίπτωση αυστηρότητα, προκειμένου να ξυπνήση συνειδήσεις και να προκαλέση την μετάνοια και την διόρθωση. Σώζονται από τούς συγγραφείς του βίου του κάποια χαρακτηριστικά περιστατικά της ζωής του. Θά θέλαμε να αναφέρουμε δύο μόνον, αρκετά όμως για να φανερώσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα διάφορα προβλήματα που κατά καιρούς παρουσιάζονταν στην Επισκοπή του, αλλά και το πώς φρόντιζε επιμελώς για τον προσωπικό του καταρτισμό και την σωτηρία του.

- Κάποιος από τούς Ιερείς της Επαρχίας του καταλήφθηκε από το πάθος της αισχροκέρδειας, με αποτέλεσμα οι Ενορίτες του να υποφέρουν και να αναγκασθούν να τον καταγγείλουν στον Επίσκοπο. Αυτός κάλεσε τον Ιερέα, του έκανε τις σχετικές παρατηρήσεις, τον συνεβούλευσε κατάλληλα και εκείνος υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήση να διορθωθή. Στήν πραγματικότητα όμως δεν έκανε καμμιά προσπάθεια, αντίθετα μάλιστα τα πράγματα χειροτέρεψαν και οι Ενορίτες ζήτησαν την απομάκρυνσή του. Ο Επίσκοπος τον συμβούλεψε και για δεύτερη και τρίτη φορά. Όταν όμως βεβαιώθηκε για την αμετανοησία του και για την προσπάθειά του να παραπλανήση τον Επίσκοπο με ψεύτικους όρκους τον τιμώρησε με έναν πρωτότυπο και ασυνήθιστο τρόπο. Τήν ώρα που ομιλούσε με θράσος και έλεγε ψέματα του είπε με αυστηρότητα: - «Νά κλείσης το στόμα σου και να μή ομιλής, αφού καταδέχεσαι να ψεύδεσαι και να ορκίζεσαι χωρίς φόβο». Καί από εκείνη την στιγμή έμεινε άλαλος και δεν μπορούσε να ομιλήση. Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα και αφού αρρώστησε βαρειά ο Ιερέας, ζήτησε να δή τον Επίσκοπο και με νεύματα ζήτησε να εξομολογηθή. Εκείνος έτρεξε κοντά του και, όταν διέγνωσε την αληθινή του μετάνοια, τον συγχώρησε, τον ευλόγησε και τότε λύθηκε η γλώσσα του. Εξομολογήθηκε, κοινώνησε και «απήλθε του κόσμου τούτου εν μετανοία».

- Τόν άγιο Πανάρετο απασχολούσε έντονα το θέμα της σωτηρίας του. Σέ όλη του την ζωή προετοιμαζόταν για την ώρα της εξόδου του. Είχε το χάρισμα της μνήμης του θανάτου και επιθυμούσε, τα τέλη της ζωής του να είναι «χριστιανά, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Αξιώθηκε να προγνωρίση την ώρα της εξόδου του και φρόντισε να είναι πανέτοιμος. Λίγο πρίν την κοίμησή του είπε στον Πρωτοσύγκελλό του ότι θα έλθη ο φίλος του Επίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος για να τον εξομολογήση. Μάλιστα του είπε να πάη στην προκυμαία να τον υποδεχθή και να τον φέρη στο Επισκοπείο. Ο Πρωτοσύγκελλος νόμισε ότι παραμιλούσε λόγω της αρρώστιας του και παράκουσε. Στήν συνέχεια όμως μετά την επιμονή του Αγίου υπάκουσε και πραγματικά βρήκε στην προκυμαία ένα πλοίο, το οποίο λόγω των ισχυρών ανέμων προσάραξε στην Πάφο. Μέσα σε αυτό βρισκόταν ο Επίσκοπος Παρθένιος, ο οποίος έσπευσε, γεμάτος συγκίνηση και θαυμασμό, να συναντήση τον Άγιο. Αφού τον εξομολόγησε, την επομένη λειτούργησε και τον κοινώνησε. Ο άγιος Πανάρετος τον παρακάλεσε να παραμείνη άλλη μιά ημέρα για να τελέση και την εξόδιο ακολουθία του. Εκείνος παρέμεινε, αφού και το πλοίο λόγω των καιρικών συνθηκών ήταν αδύνατο να φύγη, και εκήδευσε το λείψανο του Αγίου, το οποίο ευωδίαζε και μάλιστα εθεράπευσε και πολλούς ασθενείς, οι οποίοι επικαλέσθηκαν τις πρεσβείες του.

Τά παραπάνω φανερώνουν το σταυροαναστάσιμο ήθος των Αγίων, τον θυσιαστικό τρόπο με τον οποίον ποιμαίνουν τα λογικά πρόβατα που τούς εμπιστεύθηκε η Εκκλησία, αλλά και το πόσο τούς απασχολεί το θέμα της σωτηρίας, τόσο του ποιμνίου τους όσο και της ιδικής τους.

Ο τρόπος με τον οποίον οι Άγιοι φεύγουν από αυτή την ζωή είναι πραγματικά θαυμαστός και αξιοζήλευτος.


ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΟΥ AΓΙΟΥ ΑΧΜΕΤ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΣΤΟΝ
AΓΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ.
…Ό 'Αχμέτ δεν είχε νυμφευθεί, σύμφωνα με τις διατάξει του Κορανίου, άλλά στη θέση της "συζύγου" κρατούσε μία νέα 'Ορθόδοξη Χριστιανή αιχμάλωτη, Ρωσικής καταγωγής. Ή σκλάβα αύτή ήταν ευσεβής Χριστιανή. Ό αφέντης και "σύζυγός" της, όντας μετριοπαθής μωαμεθανός, της επέτρεπε τις Κυριακές και επίσημες γιορτές νά πηγαίνει στην εκκλησία των 'Ορθοδόξων.
    Κατά τον ΜΕΓΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ , ο 'Αχμέτ ατό σπίτι του είχε δύο Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες. Τη νέα, την είχε ως σύζυγο, μία και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. στην τελευταία επέτρεπε νά πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των 'Ορθοδόξων. Αύτή, όταν επέστρεφε ατό σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Ή νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον 'Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό).
Το αντίδωρο ευωδίαζε στον Αχμέτ
    Όταν εκείνη επέστρεφε στο σπίτι από το ναό, μετά τη θεία λειτουργία, όλως παραδόξως, ο 'Αχμέτ, αισθανόταν νά βγαίνει, καθώς μιλούσε μαζί της, από το στόμα της άρρητη εύωδία. Ή εύωδία αύτή τον είχε προβληματίσει, γι' αυτό και ζητούσε επιμόνως νά μάθει από πού προερχόταν.
«Θα ήθελα νά μου πεις, της έλεγε, τι τρώγεις μερικές φορές και ευωδιάζει το στόμα σου;».
   Αύτή, μη γνωρίζοντας το συμβαινόμενο, τού απαντούσε, ότι δεν έτρωγε ποτέ κάτι, πού νά είχε κάποια ιδιαίτερη εύωδία.
    Ό 'Αχμέτ όμως, με κανένα λόγο δεν μπορούσε νά πιστέψει, γι' αυτό και επέμενε να μάθει από πού προερχόταν αύτή ή παράξενη εύωδία.
    Ή μοσχοβολιά ήταν χαρακτηριστική και ή ίδία πάντοτε. Ή στενοχώρια του ήταν μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε νά μάθει τι έτρωγε ή «σύζυγός» του. Μία ήμέρα, πού κατάλαβε κι αύτή, ότι ή εύωδία οπωσδήποτε προερχόταν από το αντίδωρο πού έτρωγε στην Εκκλησία, τού εξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αυτό πού τρώγω και αισθάνεσαι εσύ εύωδία, όταν συζητάμε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αντίδωρο πού παίρνω στην 'Εκκλησία των Χριστιανών, όταν τελειώνει ή θεία λειτουργία.
    Το αντίδωρο είναι αγιασμένο ψωμί από το Χριστό, πού το μοιράζει ο Πατριάρχης ή-οι ιερείς στους πιστούς, όταν τελειώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ακόμη νά σου διευκρινίσω, ότι μετά το αντίδωρο - πολλές φορές - πίνω και αγιασμό».
«αυτό το παράδοξο - της άπαντα - είναι αδύνατο! 'Εγώ δεν πιστεύω στα λεγόμενά σου! Πώς μπορεί νά συμβεί ένα τέτοιο θαύμα;».
«Ή θρησκεία μας, τού απάντησε, ή νέα, είναι ζωντανή. Για μας τούς Χριστιανούς, Θεός μας, είναι ο Χριστός. Είναι ο γιος τού Θεού, πού κατέβηκε άπ' τον ουρανό και έγινε άνθρωπος Για νά μας σώσει από την αμαρτία. 'Όταν ζούσε στη γη έκανε αμέτρητα θαύματα. το σπουδαιότερο, το όποίο και πρέπει, αν θέλεις νά κρατήσεις στο μυαλό σου, είναι ότι, από αγάπη Για μας, σταυρώθηκε άδικα από τούς 'Εβραίους και την τρίτη ήμέρα αναστήθηκε. Ή Ανάστασή Του είναι το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ' εμάς τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, με τη δύναμη του Χριστού τα θαύματα συνεχίζονται και σήμερα. στο Χριστό μας όλα είναι δυνατά.
    Στο θαύμα, πού διαπίστωσες τόσες φορές με το αντίδωρο, έχω νά προσθέσω και ένα άλλο' πιο απλό και ξεκάθαρο.
    Το νερό πού πίνουμε πολλές φορές στην εκκλησία - Θα σου φανεί παράδοξο - είναι αγιασμένο. Δηλαδή δεν αλλοιώνεται, δε βρωμίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. το νερό αυτό, πού εμείς το λέμε αγιασμό, απόκτα αύτή την ιδιότητα, μετά από ειδικές ευχές πού διαβάζει ο Πατριάρχης η οι 'Ιερείς. Μάλιστα, το κρατάμε σε μπουκαλάκια για ευλογία - στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και πίνουμε, αφού προετοιμασθούμε κατάλληλα, προς καθαρισμό ψυχών και σωμάτων.
   Το θαύμα τούτο, αν θέλεις, μπορείς νά το δεις και νά το ερευνήσεις. Είναι ένα ακόμα ζωντανό θαύμα της πίστεώς μας, κυρίως, για μας τούς απλοϊκούς.
   Συγχώρα με, αφέντη μου, γι' αυτά πού σου είπα, άλλ' επειδή επέμενες τόσον καιρό, είπα δύο λόγια παραπάνω. Πίστεψέ με, παρασύρθηκα από το ενδιαφέρον πού τ' άκουγες. δεν τα είπα για νά αλλάξω την πίστη σου».
Ό Αχμέτ, μόλις άκουσε όλα αυτά, έμεινε κατάπληκτος. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη θρησκεία σας; Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ νά τα καταλάβω», είπε και απομακρύνθηκε.

    Πέρασαν ήμέρες και νύχτες αρκετές, χωρίς νά παύσει νά σκέπτεται, όσα άκουσε από τη Χριστιανή «σύζυγό» του. «Νά 'ναι, άραγε σωστά όλα αυτά πού μου ανέφερε», μονολογούσε. «Άλλά, αν δεν ερεύνησε, πώς Θα μάθω την αλήθεια;». Ή θρησκεία των Χριστιανών, άπ' ότι άκουσα έχει αποδείξεις. Θα ψάξω, λοιπόν, νά τις βρω. 'Αλλάχ, δώσε μου κουράγιο και δύναμη! Αλίμονο σου, γκιαούρισσα, αν μου λες ψέματα!» Μία ήμέρα αποφάσισε νά ανακοινώσει το μυστικό του, τη μεγάλη του απόφαση, στη σκλάβα «σύζυγό» του. «Πάλεψα πολύ μέσα μου, της είπε, αν Θα έπρεπε νά ερευνήσω γι αυτά τα παράδοξα πού μου είπες πρό καιρού. Λοιπόν, τώρα, σου ανακοινώνω, ότι πρέπει μια Κυριακή η γιορτή, νά πάω στην Εκκλησία, κατά την ώρα της λειτουργίας».

«Ή απόφασή σου αύτή αφέντη μου, με γεμίζει χαρά. 'Εγώ Θα σε ετοιμάσω, όπως πρέπει», απήντησε ή νέα, ενώ δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Έτσι, μια Κυριακή, αφού ντύθηκε, όπως ντύνονταν οι Χριστιανοί, γεμάτος περιέργεια και με μεγάλη προφύλαξη, για νά μην γίνει αντιληπτός από τούς
ομόθρησκους του, πήγε στην 'Εκκλησία των Ορθοδόξων Χριστιανών, στο Πατριαρχείο, για νά παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία.

 Ό «φωτισμός των κεφαλών των Χριστιανών»

    Ο Δεσπότης τού Παντός και φιλεύσπλαχνος Κύριος, ο Όποίος γνωρίζει τα μύχια της ψυχής των ανθρώπων, βλέποντας την αγαθή ψυχή τού 'Αχμέτ, στο πρώτο θαύμα, πρόσθεσε και δεύτερο' και έτσι τον οδήγησε «εις επίγνωσιν αληθείας» (Α' Τιμ. β' 4).

     Καθώς, λοιπόν, βρισκόταν στο Ναό και παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, με ξεχωριστό θαυμασμό και αναρίθμητες απορίες, είδε, σε μία στιγμή, τον ιερέα, καθώς πήγαινε προς την Ωραία Πύλη, «υπερυψωμένων υπεράνω του δαπέδου τής Εκκλησίας και ολόφωτων», τον δέ Πατριάρχη νά «εκπέμπει» από τα δάκτυλά του, οσάκις ευλογούσε τούς Χριστιανούς, φωτεινές ακτίνες, πού έπεφταν επάνω στα κεφάλια τους.
    Εκείνο όμως, πού πραγματικά τον συγκλόνισε, ήταν το ότι, οι ακτίνες φώτιζαν μόνο τα κεφάλια των Χριστιανών και δέ φώτιζαν το δικό του κεφάλι. Παρ' ότι αυτό συνέβη δύο - τρεις φορές, το αποτέλεσμα, πού με αγωνία και δέος διαπίστωνε, ήταν το ίδιο.
    Αμέσως, ήλθαν στο. μυαλό του, όλα όσα είχε ακούσει από τη «σύζυγό» του περί της πίστεώς της.
«'Αλήθεια, σκεπτόταν, είχε δίκαιο. Είναι ζωντανή ή θρησκεία των Χριστιανών. τι χαρά είναι αύτή πού αισθάνομαι τώρα!»

    Βγαίνοντας από την εκκλησία, τόσο είχε συγκλονισθεί με όλα τα θαυμαστά πού είχε δει, ώστε νόμιζε ότι δεν ήταν ο παλαιός Αχμέτ.

 Ο Αχμέτ μετανοεί και βαπτίζεται.

    Μετά τα θαύματα αυτά, ο Αχμέτ, συνεπαρμένος - όπως ήταν - δεν ήθελε άλλες αποδείξεις για νά πιστέψει στο Χριστό και νά απαρνηθεί τη μωαμεθανική θρησκεία.

    Επέστρεψε - αμέσως - στο σπίτι του, αναστατωμένος κάπως, άλλά με πρόσωπο πού έλαμπε από χαρά. Χωρίς νά ρωτηθεί καν από τη Χριστιανή δούλη του, είπε:
«Είχες δίκιο! Ή Χριστιανή θρησκεία, είναι ή αληθινή θρησκεία! Είναι ζωντανή! Συνταράχθηκα με αυτά πού είδα σήμερα!».

    Συγκινημένος της εξιστόρησε τα όσα παράδοξα είδε κατά τη θεία λειτουργία και την παρακάλεσε νά τον βοηθήσει νά γίνει και αυτός Χριστιανός.
«Δέ θέλω νά μείνω άλλο στο σκοτάδι», συνέχισε. «Είδα φως αληθινό! Πιστεύω σ' ότι μου είπες! Πιστεύω στο Χριστό! Βοήθησέ με, Χριστέ μου, νά 'ρθω κοντά Σου! Μετανοώ! Ελέησέ με Χριστέ. Σ' ευχαριστώ, για όσα μου έδειξες, από τα βάθη της ψυχής μου!»
«'Αφέντη μου», απάντησε εκείνη, «μη στενοχωρείσαι για τίποτε. Ό Κύριος, άπ' ότι είδες σου έδειξε ξεχωριστή αγάπη. σου αποκαλύφθηκε, γιατί έχεις καλή καρδιά. σε φώτισε με τρόπο θαυμαστό. 'Ό,τι θέλεις άπ'  Αυτόν νά το ζητάς στην προσευχή σου. Eχε πίστη και θα γίνει ότι επιθυμείς! 'Εγώ, με τη δύναμη του αληθινού Θεού, του Πατρός και του γιου και του Άγίου Πνεύματος, Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ!» και κοιτάζοντας προς τον Ουρανό, με χέρια υψωμένα, είπε:
«Σ' ευχαριστώ Κύριε, για την αγάπη Σου προς τον αφέντη μου! Ελέησέ Τον και τόνωσε την πίστη του στο ευλογημένο όνομά Σου! Δέξου τα δάκρυά μου Κύριε και συγχώρησέ με την αμαρτωλή. Παναγία μου, Μητέρα του Θεού και του κόσμου, μεσίτευε στον γιο σου, τον φιλάνθρωπο, για τη σωτηρία του αφέντη μου!».
Ό 'Αχμέτ - πράγματι - μετανόησε ειλικρινά. Ήμέρα με την ήμέρα, βοηθούμενος και από τη δούλη του Χριστιανή απέκτησε ακράδαντη πίστη στον ενσαρκωθέντα και άναστάντα Χριστό. Διακαής του πόθος ήταν νά γίνει Χριστιανός. Νά βαπτισθεί. Hθελε νά φωτίζεται, όταν Θα πήγαινε στην 'Εκκλησία του Πατριαρχείου, το κεφάλι του, όπως και το κεφάλι των Χριστιανών, από εκείνο το θεϊκό φως, πού«εκπέμπεται» από τα δάκτυλα του Πατριάρχη, οσάκις ευλογεί τούς πιστούς, κατά τη θεία λειτουργία.

    Έτσι, μία ήμέρα, ο μακάριος, χωρίς κανένα δισταγμό, γεμάτος χαρά, πήγε κρυφά στον ιερέα της περιοχής του και ζήτησε νά βαπτισθεί.

    Ό 'Ιερέας, αφού είδε την ειλικρινά μετάνοιά του και την ακλόνητη πίστη του και απόφασή του νά γίνει Χριστιανός, τον κατήχησε και μετά τον βάπτισε εις το όνομα της Άγίας Τριάδος. Μετά τη βάπτισή του έζησε βίο ενάρετο και με ιδιαίτερα χαρά και συγκίνηση κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και λάμβανε αντίδωρο και αγιασμό.

    Δυστυχώς, δέ διασώθηκε πoιο χριστιανικό όνομα του δόθηκε κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος. Πάντως, μετά την αναγέννησή του, ο νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογούσε τον Κύριο, διότι τον είλκυσε με τη χάρη του και τον οδήγησε στην ορθή πίστη. Ό νους του, όταν προσευχόταν, μετεωρίζετο και ζούσε, καθαρά και ζωντανά, τα θαύματα πού αξιώθηκε νά δει, την εύλογη μένη εκείνη ήμέρα πού εκκλησιάσθηκε, ως αλλόθρησκος και μολυσμένος στον 'Ιερό Ναό του Πατριαρχείου. Καίτοι μετά το βάπτισμά του έζησε ως πιστός Χριστιανός, έχοντας μυστηριακή ζωή, εν τούτοις μέχρι τού μαρτυρίου του παρέμεινε ως κρυπτοχριστιανός. Αυτός είναι και ο λόγος -κατά τη γνώμη μας - πού δέ διασώθηκε μέχρι σήμερα το Χριστιανικό του όνομα. Αυτό το γνώριζαν ελάχιστοι. Ό 'Ιερέας, ή Χριστιανή σκλάβα του και ενδεχομένως μετρημένοι κληρικοί και Χριστιανοί.

 Ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού.

    Ο παμμακάριστος, φλoγισθείς από το πόθο «της εν Χριστώ θεώσεως» έβλεπε όλα τα τερπνά της ζωής και ωραία της γης «ως χώμα ως καπνό και σκιάν».

    Ό θείος έρωτας τού μαρτυρίου κατέφλεγε την καρδιά του. Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο, ή αγάπη του προς τον Κύριο. Φλογερός εραστής τού θείου Νυμφίου, επιθυμούσε νά αποθάνει στην ιερή παλαίστρα, νά ενωθεί με τον Σωτήρα Χριστό. Νοσταλγούσε την 'Άνω 'Ιερουσαλήμ και βιαζόταν νά συναντήσει το φιλάνθρωπο Λυτρωτή. το θαύμα της μαρτυρικής πορείας οφειλόταν στην πίστη «την δι' αγαπης ενεργoυμένη» (Γαλάτ. ε. 6). Ή σταυρική θυσία τού αναμάρτητου Θεανθρώπου τον είχε συναρπάσει. Συγκρίνοντας την παλαιά του πίστη, με τη νέα, την αληθινή, θόλωνε το μυαλό του. αισθανόταν μεγάλη στενοχώρια, άλλά και λύπη, γιατί είχε γεννηθεί από μωαμεθανούς γονείς. 'Αμέσως όμως, συνερχόταν και με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Χριστό, πού με πολύ αγάπη και έλεος τον απέσπασε από την αχαρακτήριστη θρησκεία του αντίχριστου Μωάμεθ. και ήθελε νά μιμηθεί, κατά το δυνατό, τον Σωτήρα του, στη θυσία. δεν τον φόβιζε το μαρτύριο. Είχε πόθο νά πει στους πρώην ομοθρήσκους του την 'Αλήθεια κι ας τον σκότωναν. Hθελε νά βροντοφωνήσει, ότι ο Χριστός είναι Θεός, ο υιός του Θεού του ζώντος, ή οδός, ή αλήθεια και ή Ζωή και ότι, μακριά από τον Χριστό δεν υπάρχει ειρήνη και σωτηρία.
    Και νά! μία ευλογημένη ήμέρα, σημαίνει για τον 'Αχμέτ τη μεγάλη ώρα του μαρτυρίου. σε μία συγκέντρωση πού συζητούσαν οι μεγιστάνες μωαμεθανοί της Κωνσταντινουπόλεως, «περί του τι είναι το μεγαλύτερο πράγμα εις τον κόσμον», ρώτησαν και τον 'Αχμέτ. για νά ευρίσκεται δέ και ο 'Αχμέτ σε μια τέτοια συγκέντρωση, πρέπει νά
δεχθούμε, ότι ο Αχμέτ δεν ήταν ένας τυχαίος Τούρκος μουσουλμάνος. Ήταν μεγιστάνας, πλούσιος. Ήταν εκλεκτό μέλος της κοινωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. αυτό άλλωστε επισημαίνει και Τι γνώμη πού του ζητήθηκε, ότι δηλαδή Τι απάντησή του ήταν υπολογίσιμοι, σεβαστή. Άλλά, πώς μπορούσαν νά φαντασθούν ότι αυτός είχε αλλαξοπιστήσει και τούς έβλεπε από άλλη οπτική γωνία;

    Λοιπόν, μόλις άκουσε την ερώτησή τους, δεν απήντησε αμέσως. Κι αυτό, γιατί αστραπιαία πέρασε απ' το μυαλό του Τι σκέψη «πρέπει νά αρνηθώ τον Χριστό μου, πού τόσο αγαπώ και νά μην κινδυνεύσει το σαρκίο μου ή νά ομολογήσω ευθαρσώς την πίστη μου σ' Αυτόν και νά υπομείνω τα αφόρητα βάσανα τού μαρτυρίου;»
Ό θεοφόρος Μάρτυς, δίχως κανένα δισταγμό, συνέτριψε την παγίδα τού μισάνθρωπου διαβόλου. «'Όχι, είπε μέσα του, δεν Θα γίνω προδότης. Δέ Θα γίνω Ιούδας», Ή καρδιά του, πλέον, δεν ανήκε στον ίδιο. Άνηκε σ' Εκείνον, πού σταυρώθηκε άδικα και έχυσε το αίμα Του για τη σωτηρία τη δική μας.

    Καίτοι κανείς δέ γνώριζε από τούς γύρω του ότι είναι Χριστιανός, έβαλε μια φωνή, όσο δυνατά μπορούσε:
«Μεγαλωτάτη από όλα είναι ή πίστη των Χριστιανών».

    Ή ομολογία του, ότι είναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τούς πρώην ομοθρήσκους του. Χωρίς, πια, κανένα φόβο, άρχισε νά ελέγχει το ψεύδος και την πλάνη των μωαμεθανών. Ή ομολογία του βασιλικού ονόματος«Χριστιανός», σήμαινε την πίστη του και τη μέχρι θανάτου έμμονή του σ' όλα τα δόγματα της Μιας 'Εκκλησίας του Χριστού.
    Ό νικηφόρος Μάρτυς επιτέθηκε κατά της πλάνης του μουσουλμανισμού, βέβαιος ότι Θα προκαλούσε το φονικό μένος των μωαμεθανών. το «πρώτο και εξαίρετο όνομα Χριστιανός» ή δόξα των Μαρτύρων της πίστεως, εξαγρίωσε τούς αιμοδιψείς και αντίχριστους πρώην ομοθρήσκους του, οι όποίοι, κατόπιν διαταγής του τοπικού άρχοντα, αφού τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν στις 3 Μάιου του έτους 1682 μ.Χ., στην τοποθεσία πού ονομαζόταν Κεαπχανέ - Μπαξέ.
    Έτσι, με το νικητήριο παιάνα «είμαι Χριστιανός», προσέφερε τον εαυτό του θυσία, βλέποντας ως κλειδί του Παραδείσου το" μαρτυρικό του αίμα.
    Προσέφερε, ως ιερή παρακαταθήκη στο Σωτήρα Χριστό το κόψιμο της κεφαλής του, το τίμιό του αίμα, τούς αφόρητους πόνους, το βίαιο θάνατο και εισήλθε στα ουράνια δώματα, έχοντας αιώνιο στέμμα «τον αμαράντινων της δόξης στέφανο» (Α! Πέτρου, ε' 4).
    Ό Ομολογητής και Μάρτυς 'Αχμέτ, εμφανίζοντας, με τη" θεία χάρη τα μαρτυρικά«συναλλάγματα» κληρονόμησε άφθαρτο ένδυμα, φόρεσε ουράνιο στέφανο και εντάχθηκε στην ένδοξη χορεία των αγγέλων, των Νεομαρτύρων της Πίστεώς μας.
    Ή εκούσια θυσία του Μάρτυρος' Αχμέτ, υπήρξε μεγάλη προσφορά για το Ελληνορθόδοξο γένος, κατά τούς χρόνους εκείνους της μαύρης σκλαβιάς. Χωρίς αμφιβολία, το μαρτύριό του παρεμπόδισε πολλούς χλιαρούς στην πίστη..,.. υπόδουλους Χριστιανούς- νά αλλαξοπιστήσουν, νά εξισλαμιστούν.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ